Η Ιστορία της ψυχοθεραπείας

psychotherapeia

Ο Αμερικανός καθηγητής ψυχιατρικής και ψυχαναλυτής Lewis Robert Wolberg (1905- 1988), αφού ανέλυσε διεξοδικά 39 διαφορετικούς ορισμούς για το τι είναι ψυχοθεραπεία, κατέληξε στον ακόλουθο:

« Η ψυχοθεραπεία είναι η θεραπεία με ψυχολογικά μέσα των προβλημάτων συναισθηματικής φύσεως, κατά την οποία ένα εκπαιδευμένο άτομο δημιουργεί σκόπιμα μια επαγγελματική σχέση με τον ασθενή με σκοπό: 1) την αφαίρεση, μετατροπή ή επιβράδυνση της εξέλιξης υπαρχόντων συμπτωμάτων, 2) την μεταβολή διαταραγμένων διαδικασιών συμπεριφοράς και 3) την προαγωγή θετικής ανάπτυξης και εξέλιξης της προσωπικότητας».

Εξ’ αιτίας του τρίτου σημείου, αν αλλάξουμε τη λέξη ασθενής με την λέξη άτομο, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι «όσο πιο υγιής είσαι, τόσο πιο πολύ ωφελείσαι από την ψυχοθεραπεία», με αυτή την ευρεία έννοια. Δηλαδή, κατά την άποψή μου, και όχι μόνο δική μου αλλά ολόκληρου του ανθρωπιστικού και αναπτυξιακού ρεύματος, με πολύ σπουδαίους εκπροσώπους όπως ο Α.Maslow, ο C.Roger, R.May, o Ken Wilber και πολλούς άλλους, η ψυχοθεραπεία δεν είναι μόνο μια διαδικασία που μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιείται για να μειώνει τα βάσανα της ζωής, αλλά και για να βελτιώνει την ποιότητα ζωής. Όπως θα έλεγε ο Επίκουρος για την επίτευξη του ηδέως ζην. Στις ΗΠΑ και τις προηγμένες χώρες, ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού συμβουλεύεται με ευκολία σε διάφορες φάσεις τη ζωή του, κάποιον ψυχοθεραπευτή. Στην Ελλάδα η ψυχοθεραπεία, όσο ανεβαίνει το μορφωτικό επίπεδο και υποχωρούν η άγνοια, οι προκαταλήψεις και οι δεισιδαιμονίες κατακτά σιγά-σιγά έδαφος, από μάγους θεραπευτές, αστρολόγους, μέντιουμ, εξορκιστές, χαρτομάντεις, τους καφεμάντεις, χειρομάντεις και όλα τα συναφή επαγγέλματα, που καταχρηστικά εξασκούν ένα είδος πρωτόγονης και επισφαλούς ψυχοθεραπείας, υποσχόμενοι, όπως διαβάζουμε στις μικρές αγγελίες: «αλάνθαστες, γρήγορες και σταθερές λύσεις σε κάθε πρόβλημα : οικογενειακό, αισθηματικό, υγείας ή επαγγελματικό». Τώρα όλα αυτά τα εκπληκτικά και τηλεφωνικά και διαδικτυακά, με το αζημίωτο βέβαια…

Κάθε μορφή ψυχοθεραπείας στηρίζεται σε μια συγκεκριμένη θεωρία για την ανθρώπινη φύση, για την προσωπικότητα και την ψυχοπαθολογία. Στις αρχές του 20ου αιώνα, υπήρξαν κυρίως τρία ρεύματα στην ψυχοθεραπεία : η Ψυχοδυναμική σχολή, όπου κυρίαρχο ρόλο έχουν οι ασυνείδητες συγκρούσεις, η Γνωσιο-Συμπεριφορική σχολή, όπου η φυσιολογική και η παθολογική συμπεριφορά θεωρούνται προϊόντα μάθησης και η ανθρωπιστική/υπαρξιακή σχολή, που δίνει πρωταρχική σημασία στην ανθρώπινη ελευθερία βούλησης. Ο κάθε θεραπευτής ακολουθεί τη θεωρία και τις τεχνικές κάποιας από αυτές τις σχολές, αν και η εμπειρία έχει αποδείξει πως δεν ανοίγουν όλες οι κλειδαριές με ένα κλειδί. Εάν διαθέτει την απαραίτητη εκπαίδευση είναι αναγκαίο να μπορεί να χρησιμοποιεί, ανάλογα με την περίπτωση και μια διαφορετική προσέγγιση ή να εκμεταλλεύεται τεχνικές από διαφορετικές θεραπείες (ταυτόχρονα ή διαδοχικά), που να τις προσαρμόζει στα μέτρα του ασθενούς. Αυτό το μοντέλο ονομάζεται συνθετικό μοντέλο ψυχοθεραπείας, και είναι αυτό που κι εγώ χρησιμοποιώ κατά κύριο λόγο στην πράξη, παρά το ότι ανήκω εκ πεποιθήσεως στο ανθρωπιστικό-υπαρξιακό ρεύμα. Ο ψυχίατρος καλείται να διαγνώσει τη διαπλοκή των βιολογικών, γενετικών και ψυχοδυναμικών παραγόντων, πριν αποφασίσει την γραμμή που θα ακολουθήσει Πέρα από όλες τις ταμπέλες και πάνω από όλες τις φιλοσοφικές διαφωνίες, εκείνο που προέχει είναι η βελτίωση της κατάστασης του ασθενούς. Από σοβαρές μελέτες έχει βρεθεί ότι αυτό που κάνει τελικά τη διαφορά ανάμεσα στους θεραπευτές δεν είναι τόσο η σχολή που ακολουθούν, αλλά ο τρόπος που την εξασκούν. Η επίτευξης της σωστής θεραπευτικής σχέσης αποτελεί τη βάση κάθε περαιτέρω προσπάθειας. Στις περιπτώσεις που ο θεραπευόμενος δεν είναι έτοιμος ή δεν θέλει να γίνει καλά, κανένας θεραπευτής δεν μπορεί να τον βοηθήσει. Πολλές φορές ο θεραπευόμενος δε θέλει να γίνει καλά, γιατί φοβάται την αλλαγή, την οποία φαντάζεται σαν απάρνηση ενός αγαπημένου κομματιού του εαυτού του, επειδή εσφαλμένα πιστεύει ότι, τις αλλαγές στη ζωή του κατά τη διάρκεια της θεραπείας, θα του τις επιβάλλει ο ψυχοθεραπευτής.

Εννοείται ότι η ψυχοθεραπεία είναι μια εθελοντική διαδικασία που στοχεύει στην αύξηση και όχι στην ελάττωση της ελευθερίας του ατόμου. Εάν υπάρχει έστω και μια αμυδρή επιθυμία θεραπείας, ο θεραπευτής καλείται με επιδεξιότητα να υπερνικήσει τις αντιστάσεις και τους φόβους του ασθενούς, παρέχοντάς του σωστή πληροφόρηση και εναλλακτικές θεωρήσεις, μέσα σε ένα κλίμα ενσυναίσθησης (empathy), ζεστασιάς (warmth), γνησιότητας (genuineness), ενθάρρυνσης και αποδοχής, στοιχεία που πρέπει να αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά της θεραπευτικής συμμαχίας.

Ψυχοθεραπείες που εφαρμόζονται στο Κέντρο Ψυχικής Θεραπείας και Ανάπτυξης

Στο Κ.Ψ.Θ.Α. αρχικά χρησιμοποιήθηκε ένα Συνθετικό Μοντέλο Ψυχοθεραπείας, που αξιοποιεί τεχνικές και στοιχεία από όλες τις βασικές σχολές, συμπεριλαμβανομένων της Ψυχοσύνθεσης και της Υπερπροσωπικής Ψυχοθεραπείας. Μια ειδική ψυχοθεραπεία είναι σαν ένα κλειδί, που δεν μπορεί να ανοίξει όλες τις πόρτες και αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το θετικό αποτέλεσμα και όχι η ιδεολογική προσκόλληση. Η μέθοδος δεν πρέπει να λειτουργεί σαν το «κρεβάτι του Προκρούστη» ,αλλά να προσαρμόζεται στις ανάγκες και τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ατόμου. Τα τελευταία χρόνια, παντρεύοντας την εμπειρία χρόνων έρευνας στην Αυτογνωσία, με την συνθετική ψυχοθεραπεία, δημιούργησα μια πιο ολοκληρωμένη μέθοδο θεραπείας, που ονομάζω Αυτογνωσιακή Ψυχοθεραπεία (Ατομική και Ομαδική), στην οποία αφιερώνεται ένα ειδικό τμήμα της ιστοσελίδας.

Τι είναι η Ψυχοσύνθεση

Η Ψυχοσύνθεση είναι μια ψυχολογική θεωρία και πρακτική, που αναπτύχθηκε από την ψυχανάλυση και εξελίχθηκε στην Ανθρωπιστική-Υπαρξιακή ψυχολογία και ακολούθως στην Υπερπροσωπική ψυχολογία. Εμπνευστής της ο Ιταλός ψυχίατρος Roberto Assagioli (1888-1974). Φίλος του C.G. Jung και μέλος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, ο Assagioli απομακρύνθηκε σταδιακά από τη φροϋδική σκέψη, που θεωρούσε δύσκαμπτη και περιορισμένη, σε σχέση με την ευρύτητα και πολυπλοκότητα του ανθρώπινου ψυχισμού. Κεντρική και πρωτότυπη θέση της Ψυχοσύνθεσης είναι ότι την αναλυτική φάση της ψυχοθεραπείας πρέπει να ακολουθεί μιά συνθετική, που να στοχεύει στην ολοκλήρωση της προσωπικότητας και την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού.

Υπερπροσωπική Ψυχολογία και Υπερπροσωπική Ψυχοθεραπεία

Πολλοί από σας πιθανά να ακούσουν με δυσπιστία κάποιον που ισχυρίζεται πως βαθιά μέσα του φέρει έναν Υπερπροσωπικό Εαυτό, έναν εαυτό που υπερβαίνει την ατομικότητά του και τον συνδέει με έναν κόσμο που βρίσκεται πέρα από το συμβατικό χωρόχρονο. Είναι μεγάλη δυστυχία για το δυτικό κόσμο, η ολοένα αυξανόμενη τάση μας για καταστολή της υπερβατικότητας. Η καταστολή αυτή αναμφίβολα ευθύνεται περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη καταστολή, για τον σύγχρονη Δυστοπία. Οι ρίζες της κοινωνίας, έστω και αν δεν το γνωρίζει συνειδητά, βυθίζονται γερά μέσα στο έδαφος της υπερβατικότητας. Η καταπιεσμένη υπερβατικότητα δεν εξαφανίζεται, αλλά αναδύεται περιστασιακά στην επιφάνεια, με διάφορες μεταμφιέσεις. Συνήθως παίρνει τη μορφή κάποιου ενδιαφέροντος για το διαλογισμό, τα ψυχικά φαινόμενα, τη γιόγκα, τις ανατολικές θρησκείες, τις μεταβαλλόμενες καταστάσεις συνείδησης, τις εξωσωματικές εμπειρίες και τις εμπειρίες ανθρώπων που έφθασαν κοντά στο θάνατο. Ωστόσο, παρά τον κατακλυσμό των υπερβατικών εκδόσεων και σεμιναρίων, οι περισσότεροι δυτικοί εξακολουθούν να αρνούνται την ύπαρξη μιας συνειδητότητας, η οποία επειδή ακριβώς υπερβαίνει το άτομο, είναι απαλλαγμένη από προσωπικά προβλήματα, εντάσεις και άγχη. Ας δούμε όμως λίγο την ιστορία της Υπερπροσωπικής Ψυχολογίας. Ο Καρλ Γιούνγκ, μαθητής του Φρόιντ και υποψήφιος διάδοχός του, ήρθε σε ρήξη με τον δάσκαλό του επειδή υποστήριξε την ύπαρξη ενός Υπερπροσωπικού ψυχικού επιπέδου, που ονόμασε Ομαδικό ή Συλλογικό Ασυνείδητο. Ο Γιούνγκ αφιέρωσε πολύ χρόνο στη μελέτη της παγκόσμιας μυθολογίας. Γνώριζε ολόκληρα πάνθεα από κινεζικούς, αιγυπτιακούς, ινδικούς, ελληνικούς, ρωμαϊκούς και ινδιάνικους θεούς και θεές, δαίμονες και θεότητες, τοτεμισμούς και ανιμισμούς, αρχαία σύμβολα, εικόνες και μυθολογικά μοτίβα. Φανταστείτε την κατάπληξή του όταν ανακάλυψε ότι αυτές οι πρωτόγονες μυθολογικές εικόνες εμφανίζονται κανονικά και αλάνθαστα στα όνειρα και στις φαντασιώσεις των σύγχρονων πολιτισμένων ευρωπαίων, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν έχουν συνειδητή γνώση αυτών των μύθων. Και βέβαια τίποτε δεν έδειχνε ότι κατείχαν την ακριβή γνώση της μυθολογίας, που έβλεπαν στα όνειρά τους. Αυτή την γνώση δεν την απέκτησαν κατά την διάρκεια της ζωής τους. Επομένως, βγαίνει λογικά το συμπέρασμα ότι κατά κάποιο τρόπο αυτά τα βασικά μυθολογικά θέματα αποτελούν κάποιες έμφυτες ψυχικές δομές, που ενυπάρχουν σε κάθε μέλος της ανθρώπινης φυλής. Αυτές οι πρωταρχικές εικόνες ή Αρχέτυπα, όπως τα αποκάλεσε ο Γιούνγκ, είναι κοινά σε όλους τους ανθρώπους. Δεν ανήκουν σε κάποια ιδιαίτερο άτομο, αλλά αντίθετα είναι Υπερπροσωπικά, συλλογικά και υπερβατικά. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει μια ηλικία μερικών εκατομμυρίων χρόνων και μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα αναγκαστικά εξέλιξε ορισμένους βασικούς τρόπους αντίληψης και σύλληψης της πραγματικότητας, με τον ίδιο τρόπο ακριβώς που εξελίχθηκαν τα χέρια μας έτσι ώστε να πιάνουν τα φυσικά αντικείμενα του περιβάλλοντος. Αυτοί οι βασικοί, μυθολογικοί τρόποι σύλληψης της πραγματικότητας είναι τα Αρχέτυπα. Επειδή μάλιστα η βασική εγκεφαλική δομή είναι παρόμοια, το κάθε άτομο μπορεί να φέρει στο βαθύτερο ασυνείδητό του, αυτά τα ίδια βασικά αρχέτυπα. Τα τμήματα του ατομικού ασυνειδήτου περιέχουν προσωπικές μνήμες, επιθυμίες, ιδέες, εμπειρίες και δυνατότητες. Τα βαθύτερα επίπεδα του Ομαδικού Ασυνειδήτου φιλοξενούν τις συλλογικές κεντρικές ιδέες ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Σύμφωνα με τον Γιούνγκ, είτε το γνωρίζουμε είτε όχι, ζουν μέσα μας και συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται δυναμικά, με τρόπους δημιουργικούς ή καταστροφικούς. Επομένως, ο σκοπός ορισμένων τύπων θεραπείας της Υπερπροσωπικής περιοχής-στην οποία ανήκει και η θεραπεία του Βάθους του Γιούνγκ, έγκειται στο να αναγνωρίσουμε συνειδητά, να συμφιλιωθούμε και να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις πανίσχυρες δυνάμεις, αντί να μας χρησιμοποιήσουν εκείνες με ασυνείδητους τρόπους. Κατά μία ιδιαίτερη έννοια, αυτό απαιτεί, από εμάς να μάθουμε να ζούμε μυθολογικά. Μια τέτοια απαίτηση μπορεί να προκαλέσει σύγχυση σε πολλούς, επειδή εμείς οι σύγχρονοι έχουμε ελάχιστη σχέση με οτιδήποτε μυθολογικό. Για παράδειγμα, όταν μέσα στα πλαίσια του πολιτισμού μας λέμε ότι κάτι είναι μύθος, εννοούμε ότι είναι ψέμα, μια πρωτόγονη φαντασία ή στην καλύτερη περίπτωση μία ιδεατή κατάσταση. Το να «ζούμε μυθολογικά» σημαίνει να αρχίσουμε να συλλαμβάνουμε το υπερβατικό, να το βλέπουμε ζωντανό μέσα μας, στη ζωή μας, στους φίλους μας, την εργασία ή το περιβάλλον μας. Η μυθολογία μας ανοίγει τον κόσμο της υπέρβασης. Όπως είπε ο Κουμαρασβάμι, το «Μια φορά κι ένα καιρό», με το οποίο αρχίζουν όλα τα παραμύθια, είναι στην πραγματικότητα «κάποια φορά, πέρα από τον χρόνο». Το παραμύθι, που ακολουθεί μετά από αυτή τη φράση, ανήκει σε έναν κόσμο στον οποίο προσωρινά παύει να υφίσταται ο χωρόχρονος, υπάρχουν ανώτεροι νόμοι και μπορεί να συμβεί οτιδήποτε. Επομένως, επειδή ο πραγματικός κόσμος είναι ο κόσμος των μη τεχνιτών φραγμάτων ( που υψώνει ο εγωκεντρικός νους του ανθρώπου), η γλώσσα και ο οραματισμός της μυθολογίας βρίσκονταιπλησιέστερα στην πραγματικότητα, απ’ ότι η γραμμική λογική και η αφηρημένη σκέψη. Επομένως το να ζει κάποιος μυθολογικά σημαίνει να αρχίσει να ανοίγει τον εαυτό του στο διευρυμένο κόσμο των μη φραγμάτων. Αυτό δεν σημαίνει ότ εγκαταλείπουμε μονομιάς το συμβατικό κόσμο και αποσυρόμαστε σε μυθολογικές φαντασιώσεις, πράγμα που οπωσδήποτε είναι επικίνδυνο. Σημαίνει, μάλλον, πως ανοίγουμε τον εαυτό μας στη μυθολογική υπέρβαση και οδηγούμε την αντίστοιχη συνειδητότητα, μέσα στον συμβατικό μας κόσμο. Επαναζωτικοποιοούμε την ύπαρξή μας, όταν τη συνδέουμε με μια πηγή πολύ βαθύτερη από την ίδια. To να αναπτύξουμε μία μυθολογική οπτική δεν είναι μάταιη υπόδειξη. Σύμφωνα με τον Γιούνγκ, αυτές οι μυθολογικές εικόνες τα αρχέτυπα, υπάρχουν ήδη μέσα σε κάθε άτομο και μπορούν να δραστηριοποιηθούν, από οποιαδήποτε κατάσταση που κυριαρχεί στο ιδιαίτερο αρχέτυπο. Τότε, η αρχετυπική εικόνα επιφέρει κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα στη συμπεριφορά. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι μια ελαφρά επίδραση ή η ολοκληρωτική κατοχή. Την ίδια στιγμή, η αρχετυπική εικόνα μπορεί να διακρίνεται ξεκάθαρα μέσα στα όνειρα, τις φαντασιώσεις, τις αναπολήσεις, τηφαντασία ή και τις παραισθήσεις του ατόμου. Για παράδειγμα, είναι δυνατόν κάποιος να δει ένα «όνειρο κλειδί», στο οποίο η κεντρική εικόνα είναι μια σφίγγα, μια γοργόνα, ένα μεγάλο ερπετό, ένα φτερωτό άλογο ή κάποιο άλλο μυθολογικό υλικό. Στη συνέχεια, και μέσα από μία σχετικά μικρή μελέτη της αρχαίας μυθολογίας, το άτομο θα μπορέσει να μάθει εύκολα τι σημαίνουν αυτές οι μυθολογικές εικόνες για την ανθρώπινη φυλή σαν σύνολο και τι σημαίνουν για τι δικό του Ομαδικό Ασυνείδητο. Όταν ενσωματώσει το όλο νόημα στη συνειδητή του επίγνωση, δεν ελέγχεται πλέον από αυτό. Έτσι η ένταση που προκαλεί το ψυχικό περιεχόμενο στα βάθη της ψυχής του ατόμου, αρχίζει να ελαττώνεται. Επίσης, αρχίζει να σπάζει η επιφανειακή κρούστα, που παρουσιάζει η φυσιολογική εγωική επίγνωση. Το σπάσιμο αυτό επιτρέπει στο άτομο να αναπτύξει το υπερβατικό, δηλαδή εκείνες τις διαδικασίες που υπερβαίνουν την προσωπική του ζωή αλλά και που αναμφισβήτητα αποτελούν κομμάτι του βαθύτερου εαυτού του.

Ας δούμε τώρα πως ακριβώς συμβαίνει η αλλαγή προς ένα βαθύτερο, Υπερπροσωπικό Εαυτό. Όταν το άτομο αρχίζει να βλέπει τη ζωή του μέσα από τα μάτια των αρχετύπων και των μυθολογικών εικόνων, που είναι κοινές στην ανθρωπότητα, η συνείδησή του αρχίζει να κατευθύνεται σε μια παγκόσμια προοπτική. Δεν βλέπει πλέον τον εαυτό του με τα δικά του μάτια, αλλά μέσα από τα μάτια του συλλογικού ανθρώπινου πνεύματος. Δεν έχει πλέον κάποια προκατάληψη εξαιτίας της προσωπικής του θέσης. Αν η διαδικασία αυτή επιταχυνθεί με τον σωστό τρόπο, θα έχει σαν αποτέλεσμα την ποιοτική διεύρυνση του ατόμου, καθώς και την ανακάλυψη μιας νέας ταυτότητας του Εαυτού. Το άτομο δεν ταυτίζεται πλέον αποκλειστικά με το εγώ του και έτσι δεν πνίγεται πια από τα καθαρά προσωπικά προβλήματα και δράματα. Πετυχαίνοντας να αποστασιοποιηθεί από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο προσωπικός εαυτός, τα υπερβαίνει και παραμένει ανέγγιχτος. Ανακαλύπτει μία ήσυχη πηγή εσωτερικής δύναμης, η οποία παραμένει ατάραχη σαν το βυθό του ωκεανού, ακόμη και όταν τα επιφανειακά κύματα της συνείδησης σαρώνονται από χείμαρρους πόνου, άγχους ή απόγνωσης. Όσο αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είμαστε τα άγχη μας, τόσο δεν απειλούμαστε από αυτά. Και αν ακόμη το άγχος είναι παρόν δε μας καταβάλλει, αφού δεν είμαστε πλέον ταυτισμένοι μαζί του. Δεν το τρέφουμε, δεν το πολεμάμε, δεν του αντιστεκόμαστε, ούτε και τρέχουμε για να ξεφύγουμε από αυτό. Αποδεχόμαστε ολοκληρωτικά το άγχος έτσι όπως είναι και του επιτρέπουμε να κινείται όπως θέλει. Δεν κερδίζουμε, ούτε χάνουμε τίποτε από την παρουσία ή την απουσία του. Απλά το παρακολουθούμε να έρχεται και να φεύγει. Έτσι, όταν μας διαταράσσει οποιοδήποτε συναίσθημα, σκέψη, μνήμη ή εμπειρία, αυτό συμβαίνει απλά και μόνο επειδή ταυτιστήκαμε ολοκληρωτικά μαζί του. Επομένως, για τη ριζική διάλυσή του επαρκεί απλά η απόσυρσή μας από αυτό. Σιγά-σιγά, καθώς προχωράμε στη “θεραπεία” της αποταύτισης, ίσως ανακαλύψουμε ότι ολόκληρος ο ατομικός εαυτός, η περσόνα, το εγώ που πασχίζαμε μέχρι τότε να υπερασπιστούμε και να προστατεύσουμε, αρχίζει να γίνεται διάφανος και να διαλύεται. Αυτό δεν σημαίνει ότι μένουμε ξαφνικά χωρίς ατομικότητα, αλλά μάλλον ότι αρχίζουμε να αισθανόμαστε πως ό,τι συμβαίνει στον προσωπικό εαυτό – οι επιθυμίες μας, οι ελπίδες και οι οδύνες μας – δεν αποτελεί ζήτημα ζωής και θανάτου.

Αυτό συμβαίνει, επειδή υπάρχει μέσα μας ένας βαθύτερος και ουσιαστικότερος Εαυτός που δεν τον αγγίζουν οι περιφερειακές εναλλαγές και τα επιφανειακά κύματα της μεγάλης αναταραχής. Καθώς το άτομο μεταβαίνει από την ταύτισή του με την περσόνα σε μια πληρέστερη και ακριβέστερη ταυτότητα, δεν χάνει την πρόσβασή του στην περσόνα. Απλά δεν διατηρεί πλέον την προσκόλλησή του σε αυτήν. Εξακολουθεί να την φορά, όποτε τα αποφασίσει. Οι λόγοι για τους οποίους γίνεται αυτό είναι πολλοί. Για παράδειγμα, όταν υπάρχει η διάθεση να δώσει το άτομο «μια καλή παράσταση», μια περιστασιακή πρόσοψη για κοινωνικούς πρακτικούς λόγους ή και για λόγους που επιβάλλει η λεγόμενη ευπρέπεια. Ωστόσο, σε καμιά περίσταση δεν είναι ταυτισμένος με αυτόν τον ρόλο. Πριν εισέλθει στο Υπερπροσωπικό επίπεδο δεν μπορούσε να απορρίψει το προσωπείο (την περσόνα), ούτε απέναντι στους άλλους, ούτε απέναντι στον εαυτό του. Αυτό φυσικά ήταν και το πρόβλημά του. Τώρα, όμως, μπορεί απλά να χρησιμοποιεί ή να μη χρησιμοποιεί το προσωπείο του. Τελικά, εκείνο που διαλύεται, όταν μεταβαίνει κάποιος από το επίπεδο της περσόνα στο Υπερπροσωπικό επίπεδο δεν είναι η ίδια η περσόνα, αλλά το φράγμα και η μεταξύ τους διαμάχη. Από τη θέση του Υπερπροσωπικού Εαυτού το άτομο αρχίζει να θεωρεί το νου και το σώμα του με τον ίδιο τρόπο που θεωρούσε προηγούμενα όλα τα υπόλοιπα αντικείμενα, έστω κι αν αυτά είναι ένα τραπέζι, ένα δέντρο, ένας σκύλος ή ένα αυτοκίνητο. Κάτι τέτοιο ακούγεται ίσως σαν συμπεριφορά απαξίωσης, αλλά η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική. Το άτομο που δεν ταυτίζεται με τον οργανισμό του αποδέχεται και φροντίζει περισσότερο από πριν το νου και το σώμα του. Μια και δεν τον δεσμεύουν πια, δεν αποτελούν κάποια φυλακή που στερεί την ελευθερία του. Παράλληλα αρχίζει να συμπεριφέρεται σε όλα τα αντικείμενα του περιβάλλοντος σαν αυτά να είναι ο Εαυτός του. Η παγκόσμια ευσπλαχνία για την οποία μιλούν τόσο συχνά οι μύστες πηγάζει από αυτόν ακριβώς τον τύπο της Υπερπροσωπικής διαίσθησης. Αυτή η ευσπλαχνία ή Αγάπη, ανήκει σε ένα διαφορετικό επίπεδο από εκείνη που συναντάει κανείς στο επίπεδο της περσόνα. Στο Υπερπροσωπικό επίπεδο αρχίζουμε να αγαπάμε τους άλλους όχι επειδή μας αγαπούν, μας προσφέρουν την επιβεβαίωσή τους, αντανακλούν τους εαυτούς μας ή μας εξασφαλίζουν μέσα στις ψευδαισθήσεις μας, αλλά επειδή εκείνοι ΕΙΝΑΙ ΕΜΕΙΣ. Η χριστιανική διδασκαλία σε λέει «αγάπα τον πλησίον σου όπως αγαπάς τον εαυτό σου», αλλά «αγάπα τον πλησίον σου ως Εαυτό σου». Θα μπορούσε να συμπληρώσει κανείς εδώ, όχι μόνο τον πλησίον σου, αλλά και ολόκληρο το περιβάλλον σου!

Μοιράστε το άρθρο:

Περισσότερα άρθρα